- βαφαί
- βαφήdippingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
ταραντίνος — η, ο / ταραντῑνος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάραντα ή αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη 2. το αρσ. ως ουσ. ο Ταραντίνος, η Ταραντίνη ο κάτοικος τού Τάραντα ή αυτός που κατάγεται από τον Τάραντα μσν. αρχ. (το αρσ … Dictionary of Greek